- προδιαγιγνώσκω
- Α1. κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, συναισθάνομαι κάτι εκ τών προτέρων («τοῡ δὲ πολέμου τὸν παράλογον ὅσος ἐστί, πρὶν ἐν αὐτῷ γενέσθαι προδιάγνωτε», Θουκ.)2. αποφασίζω, καθορίζω κάτι από πριν («ἅ σφεῑς προδιαγνόντες παραινοῡσιν», Θουκ.)3. φρ. «μηδὲν προδιαγιγνώσκειν» — μην κρίνεις τίποτε εκ τών προτέρων, μην είσαι προκατειλημμένος απέναντι σε κάτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + διαγιγνώσκω «κρίνω, αποφασίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.